εκηλος

εκηλος
    ἕκηλος
    дор. тж. ἕκᾱλος 2
    1) спокойный, безмятежный
    

ἕ. ἐρρέτω Hom. — пусть он уходит с миром;

    ἐᾶν ἕκηλόν τινα Soph. — оставлять кого-л. в покое

    2) бездеятельный
    

οὔτις ἕ. εἱστήκει Theocr. — никто не стоял без дела:

    οὖθαρ ἀρούρης ἕκηλον ἑστήκει HH. — кормилица-пашня лежала без всходов


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκηλος" в других словарях:

  • έκηλος — ἕκηλος, ον, δωρ. τ. ἕκαλος, ον (Α) 1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος 2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος 3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος 4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος 5. (το ουδ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek

  • ἕκηλος — at rest masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκηλον — ἕκηλος at rest masc/fem acc sg ἕκηλος at rest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκήλοις — ἕκηλος at rest masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκήλου — ἕκηλος at rest masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκηλα — ἕκηλος at rest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκηλοι — ἕκηλος at rest masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • веселый — весел, весела, весело, укр. веселий, ст слав. веселъ κεχαριτωμένος (Супр.), болг. весел, сербохорв. ве̏сео, ве̏села, словен. vesȇɫ, чеш. vesely, слвц. vesely, польск. wesoɫy, др. польск. wiesioɫy, в. луж., н. луж. wjesoɫy. Родственно лтш.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • τέμενος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σατρών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανεστίου. * * * το, ΝΜΑ, και αρκαδ. τ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»